εύδρομος

εύδρομος
ος , ον быстроходный, быстрый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εύδρομος" в других словарях:

  • εὔδρομος — rapid swimmer masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύδρομος — η, ο (ΑΜ εὔδρομος, ον) αυτός που τρέχει γρήγορα, ο ταχύς νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εύδρομο τύπος πολεμικού πλοίου τής γραμμής, ταχύτερου τών βαρέων θωρηκτών μάχης αλλά με ασθενέστερη θωράκιση, καταδρομικό) μσν. αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • εὐδρομώτερον — εὔδρομος rapid swimmer masc acc comp sg εὔδρομος rapid swimmer neut nom/voc/acc comp sg εὔδρομος rapid swimmer adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδρομώτατα — εὔδρομος rapid swimmer adverbial superl εὔδρομος rapid swimmer neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδρόμως — εὔδρομος rapid swimmer adverbial εὔδρομος rapid swimmer masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔδρομον — εὔδρομος rapid swimmer masc/fem acc sg εὔδρομος rapid swimmer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδρομωτάτην — εὔδρομος rapid swimmer fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδρομωτάτοις — εὔδρομος rapid swimmer masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδρομώτατος — εὔδρομος rapid swimmer masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδρόμου — εὔδρομος rapid swimmer masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδρόμους — εὔδρομος rapid swimmer masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»